- Σαϊγκόν
- Παλιότερη ονομασία της πόλης Xo Τσι Μινχ του Βιετνάμ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κοχινκίνα — (Cochinchina). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (68.600 τ. χλμ.) του νότιου Βιετνάμ, άλλοτε τμήμα της αποικίας της Γαλλικής Ινδοκίνας. Ορίζεται στα Δ από τον κόλπο της Ταϊλάνδης, Ν και ΝΑ από τη Νότια Κινεζική θάλασσα, ΒΑ από το Ανάμ και ΒΔ από την… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Χο Τσι Μινχ — I (1890 – 1969). Αναφέρεται και ως Xo Σι Μιν. Βιετναμέζος πολιτικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νγκουγιέν Τατ Θανχ. Αρχικά εργάστηκε ως ναυτικός σε αγγλικά και γαλλικά καράβια. Ύστερα από σύντομη παραμονή στις ΗΠΑ, πήγε στο Παρίσι, όπου… … Dictionary of Greek
Γκιάπ — (Giap, Aν Ξα 1911 –). Ψευδώνυμο του Βιετναμέζου στρατιωτικού και πολιτικού Bο Nγκουγιέν (Vo Nguyen). Ο Γ. καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ως νέος υπήρξε αγωνιστικό στέλεχος στις τάξεις του κόμματος Tαν Bιέτ (Nέο Bιετνάμ). Το 1930 στα πλαίσια … Dictionary of Greek
Κρατσέ ή Κράτιε — (Kracheh ή Kratie). Πόλη (19.300 κάτ. το 2003) της βορειοανατολικής Καμπότζης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.094 τ. χλμ., 263.175 κάτ.). Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Mεκόνγκ, στην κοιλάδα των τελευταίων καταρρακτών που… … Dictionary of Greek
Μαλρό, Αντρέ — (Andre Malraux, Παρίσι 1901 – 1976). Γάλλος συγγραφέας, αρχαιολόγος, θεωρητικός της τέχνης και πολιτικός. Ήταν παδί πλούσιας αστικής οικογένειας. Φοίτησε στο λύκειο Γκοντορσέ και κατόπιν στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού, την οποία… … Dictionary of Greek
Τεράουκι Χισάικι — (1879 – 1946). Ιάπωνας στρατάρχης. Πήρε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Το 1924 έγινε Γενικός Επιτελάρχης και κατόπιν διοικητής των στρατευμάτων της χώρας του στη Μαντζουρία και στη Φορμόζα. Το 1936 διορίστηκε υπουργός Στρατιωτικών και 2 χρόνια… … Dictionary of Greek